top of page

Λίγα λόγια για τον Γιώργο

O Γ. Ραπτόπουλος αποτελεί μια εμβληματική μορφή των Ελληνικών αγώνων, για διάφορους λόγους. Αν κάνουμε μια απόπειρα για συνοπτική αναφορά τους, θα καταλήξουμε στα εξής:

Κατ’ αρχάς διότι διακρίθηκε τόσο στο στενότερο εθνικό πλαίσιο όσο και στο ευρύτερο διεθνές.  Ακολούθως διότι όρθωσε το αγωνιστικό του παράστημα απέναντι σε σπουδαία ονόματα τα οποία επιπροσθέτως χρησιμοποιούσαν καλύτερο υλικό. Ακολούθως διότι ήταν ένας σπάνιας τέχνης μηχανικός και το σπουδαιότερο διότι  έως τέλους,  παρέμεινε  ηθικός, μαχητικός  και ανθρώπινος.

Γεννημένος το ’30 στα Σέρβια της Κοζάνης, μεγάλωσε μέσα στον όλεθρο της Κατοχής και στο ζόφο του Εμφυλίου. Βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ασκώντας το επάγγελμα του μηχανικού σε πολύ δύσκολες και αντίξοες συνθήκες. Ανδρώθηκε γρήγορα ως επαγγελματίας και πρωτόδειξε το θάρρος του σε αγώνες μοτοσυκλετών όπου δεν δυσκολεύτηκε να επικρατήσει απέναντι στα μεγάλα ονόματα της εποχής, τόσο στην βόρεια όσο και στη νότια Ελλάδα.

Το ’58 του δόθηκε η ευκαιρία να εμπλακεί στον κόσμο των αγώνων αυτοκινήτου. Τον βοήθησε ο Μπάμπης Διαμαντόπουλος, διευθυντής του περιοδικού «Βολάν», που διαβλέποντας το πηγαίο, πλούσιο ταλέντο του, έπεισε τον τότε αντιπρόσωπο της D.K.W. και της Mercedes στην Ελλάδα, Μιχάλη Φωστηρόπουλο, να τον  στηρίξει.

Το ’62 ο Γιώργος στέφεται πρωταθλητής Ελλάδας Τουρισμού.  Ήταν ο πρώτος Έλληνας πρωταθλητής με λαϊκή προέλευση, ο πρώτος που δεν στηρίχτηκε στην υπεροπλία του υλικού του. Το ’63 επαναλαμβάνει, με την κατάκτηση του δεύτερου τίτλου του και με  μια εντυπωσιακή επίδοση στο ράλυ Ακρόπολις όπου μέχρι να αντιμετωπίσει πρόβλημα με τα φρένα του, φλερτάριζε με την πρώτη θέση μπροστά από την αφρόκρεμα των ευρωπαϊκών πληρωμάτων. Θα επαναλάβει την λαμπρή επίδοση το ’64, μα τεχνικά  προβλήματα,  θα του στερήσουν  την τελική διάκριση.

Την ίδια χρονιά θα σημειώσει τον εξωπραγματικό χρόνο στην ανάβαση Πάρνηθας, οδηγώντας  το λευκό F12 φτιαγμένο από τα χέρια του, με το προσωνύμιο «Χάρος»,  επικρατώντας μπροστά από πανίσχυρα αυτοκίνητα και εξαίρετους χειριστές. Θα έρθει δεύτερος στη φημισμένη πίστα Avus στο Βερολίνο μπροστά από δεκάδες οδηγούς από όλη την Ευρώπη. Θα αγωνιστεί στην Βουλγαρία, στην Πολωνία, θα κερδίσει την πρώτη Ελληνική θέση στο Ακρόπολις του ΄68 με Audi.  Θα συμμετάσχει με Mazda, με Austin Allegro, με Alfa Romeo GTA, με 911, σε κάθε είδος αγώνα. Ακόμα και σε ράλυ Αντίκα, το 1966. Στα 60 του χρόνια, θα κερδίσει τίτλο στα 4Χ4 πετώντας κυριολεκτικά με VW transporter και θα συνεχίσει να συμμετέχει σε συναντήσεις  ρεγκιουλάριτυ  μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του. 

Να μην λησμονηθεί, η παρουσία του στο πρώτο Δ.Σ. του Σ.Ο.Α.Α., τον μακρινό Μάιο του '69 μαζί με τον Νίκο Καπετετανάκη, τον Κων/νο «Νίνο» Σαμαρόπουλο, τον Σταύρο Ζαλμά, το Γιάννη «Μαύρο» Μεϊμαρίδη. Δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτή τη κίνηση και παρέμεινε έως τέλους δημιουργικά επικριτικός και εργατικός σε κάθε ανακολουθία της Λέσχης, για να το πούμε όσο πιο διακριτικά γίνεται.

Πέρα από τις αγωνιστικές του περγαμηνές, ανέδειξε ασύγκριτες μηχανικές δεξιότητες. Επινόησε, εφηύρε, εφάρμοσε πατέντες που δήλωναν έναν γεννημένο μηχανικό. Σε κάποια χώρα με παράδοση θα είχε αφήσει μια ακόμα μεγαλύτερη μηχανολογική κληρονομιά.

Κι αν όλα τούτα είναι ενδείξεις μιας πετυχημένης, μιας γεμάτης καριέρας, οι αποδείξεις μιας καθαρής, ασυμβίβαστης και περήφανης ζωής είναι πολύ περισσότερες.

Ο Γιώργος Ραπτόπουλος διακόνησε τους Ελληνικούς αγώνες με τρόπο μοναδικό. Άφησε ένα ίχνος σημαντικό. Άξιζε κάθε διάκριση που κέρδισε, ενδεχομένως να άξιζε και κάτι περισσότερο, μα πάνω απ' όλα άξιζε σεβασμό διότι υπήρξε ένας άνθρωπος με αρχές. Διότι ανήκει στην ολίγιστη κατηγορία εκείνων, που ξεκίνησαν από χαμηλά και με όπλα το θάρρος, την εργατικότητα και ένα σπάνιο πείσμα διακρίθηκαν σε διάφορους τομείς, χωρίς να κάνουν καμιά έκπτωση στο κεφάλαιο αξιοπρέπεια.

Για όλα αυτά οφείλουμε να τον θυμόμαστε.

 

Νικόλας Σ. Ζαλμάς

Στην εικόνα του Γιώργου Κούτου, από τις αρχές Μαρτίου του 2013, τον βλέπουμε στα ευθύγραμμα κομμάτια του Αγ. Μερκούρη με φόντο ένα αγαπημένο του 3 = 6.

bottom of page